- λαμπετόωντα
- λαμπετάωshinepres part act neut nom/voc/acc pl (epic)λαμπετάωshinepres part act masc acc sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαμπετώ — λαμπετῶ, άω (Α) [λαμπέτης] λάμπω, φέγγω, ακτινοβολώ (ἄστρα τε λαμπετόωντα», Ησίοδ.) … Dictionary of Greek